- στενοχωρούμαι
- στενοχωρούμαι, στενοχωρήθηκα, στενοχωρημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στενοχωροῦμαι — στενοχωρέω to be straitened pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek
ακαχίζω — ἀκαχίζω (Α) 1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432) 2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος (σε ίζω) τ. τού ρήματος ἄχομαι*, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και… … Dictionary of Greek
ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ … Dictionary of Greek
βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… … Dictionary of Greek
εναποσφίγγω — ἐναποσφίγγω (AM) 1. ενεργ. σφίγγω με κάτι, συσφίγγω 2. παθ. μτφ. στενοχωρούμαι, πιέζομαι, περιορίζω τον εαυτό μου με κάτι, σφίγγομαι … Dictionary of Greek
ενθλίβω — (AM ἐνθλίβω) [θλίβω] πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ μσν. 1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.) 2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι αρχ. παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῑς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek